- φθογγικός
- η , ό[ν] лингв, звуковой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φθογγικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φθόγγους 2. φρ. «φθογγικές μεταβολές» γλωσσ. οι μεταβολές που υφίστανται οι φθόγγοι μιας γλώσσας σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε ορισμένο τόπο, όπως λ.χ. γραπτός < γραφτός ή και το αντίστροφο… … Dictionary of Greek
φθογγικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τους φθόγγους, αυτός που είναι των φθόγγων: Φθογγικές μεταβολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)